- συσκευάζω
- ΝΜΑ [σκευάζω]νεοελλ.1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμαμσν.-αρχ.1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας πολλά», Ξεν.)2. (ενεργ. και μέσ.) μηχανεύομαι, επινοώ, σχεδιάζω («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», Δημοσθ.)3. μέσ. συσκευάζομαικάνω κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε κάτι κακό («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», Πλούτ.)αρχ.1. παρασκευάζω ή συναθροίζω από κοινού, βοηθώ στην προετοιμασία («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», Αριστοφ.)2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.)3. μέσ. α) (με παθ. παρακμ.) ετοιμάζω τις αποσκευές μου για αναχώρησηβ) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) είμαι έτοιμος για αναχώρησηγ) οικονομώ, συλλέγω ή διευθετώ για δική μου χρήση ή για το συμφέρον μου.
Dictionary of Greek. 2013.